Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dis.tɔʁ.sjɔ̃/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
distorsion distorsions

distorsion (fr) θηλυκό

  1. η αναντιστοιχία
  2. η παραμόρφωση, η στρέβλωση