αναντιστοιχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναντιστοιχία < αν στερητικό + αντιστοιχία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αναντιστοιχία θηλυκό
- έλλειψη αντιστοιχίας, ασυμφωνία
- οι πράξεις του βρίσκονται σε αναντιστοιχία με τα έργα του