↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραποιητικός η παραποιητική το παραποιητικό
      γενική του παραποιητικού της παραποιητικής του παραποιητικού
    αιτιατική τον παραποιητικό την παραποιητική το παραποιητικό
     κλητική παραποιητικέ παραποιητική παραποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραποιητικοί οι παραποιητικές τα παραποιητικά
      γενική των παραποιητικών των παραποιητικών των παραποιητικών
    αιτιατική τους παραποιητικούς τις παραποιητικές τα παραποιητικά
     κλητική παραποιητικοί παραποιητικές παραποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραποιητικός < παραποιώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παραποιητικός[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)