fabricate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fabricate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fabricates |
αόριστος | fabricated |
παθητική μετοχή | fabricated |
ενεργητική μετοχή | fabricating |
Ρήμα
επεξεργασίαfabricate (en)
- κατασκευάζω, χαλκεύω, επινοώ, πλαστογραφώ, επινοώ ψευδείς πληροφορίες για να ξεγελάσω τους ανθρώπους
- ⮡ This story was fabricated by our rivals.
- Η ιστορία αυτή κατασκευάστηκε από τους ανταγωνιστές μας.
- ⮡ His political opponents fabricated slander against him.
- Οι πολιτικοί του αντίπαλοι χάλκευσαν συκοφαντίες εναντίον του.
- ⮡ He fabricated the whole story to get a rise out of him.
- Επινόησε ολόκληρη ιστορία για να τον συγκινήσει.
- ⮡ They fabricated the facts.
- Πλαστογράφησαν τα γεγονότα.
- ≈ συνώνυμα: invent, make up και manufacture
- ⮡ This story was fabricated by our rivals.
- κατασκευάζω ειδικά προϊόντα
- ⮡ The company will fabricate chips at its factory.
- Η εταιρεία θα κατασκευάζει τσιπ στο εργοστάσιο της.
- ≈ συνώνυμα: manufacture
- ⮡ The company will fabricate chips at its factory.