ενεστώτας fabricate
γ΄ ενικό ενεστώτα fabricates
αόριστος fabricated
παθητική μετοχή fabricated
ενεργητική μετοχή fabricating

fabricate (en)

  1. κατασκευάζω, χαλκεύω, επινοώ, πλαστογραφώ, επινοώ ψευδείς πληροφορίες για να ξεγελάσω τους ανθρώπους
      This story was fabricated by our rivals.
    Η ιστορία αυτή κατασκευάστηκε από τους ανταγωνιστές μας.
      His political opponents fabricated slander against him.
    Οι πολιτικοί του αντίπαλοι χάλκευσαν συκοφαντίες εναντίον του.
      He fabricated the whole story to get a rise out of him.
    Επινόησε ολόκληρη ιστορία για να τον συγκινήσει.
      They fabricated the facts.
    Πλαστογράφησαν τα γεγονότα.
     συνώνυμα:  invent, make up και manufacture
  2. κατασκευάζω ειδικά προϊόντα
      The company will fabricate chips at its factory.
    Η εταιρεία θα κατασκευάζει τσιπ στο εργοστάσιο της.
     συνώνυμα: manufacture