Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στραμπουλισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Άλλες μορφές
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στραμπουλισμέν
ος
η
στραμπουλισμέν
η
το
στραμπουλισμέν
ο
γενική
του
στραμπουλισμέν
ου
της
στραμπουλισμέν
ης
του
στραμπουλισμέν
ου
αιτιατική
τον
στραμπουλισμέν
ο
τη
στραμπουλισμέν
η
το
στραμπουλισμέν
ο
κλητική
στραμπουλισμέν
ε
στραμπουλισμέν
η
στραμπουλισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στραμπουλισμέν
οι
οι
στραμπουλισμέν
ες
τα
στραμπουλισμέν
α
γενική
των
στραμπουλισμέν
ων
των
στραμπουλισμέν
ων
των
στραμπουλισμέν
ων
αιτιατική
τους
στραμπουλισμέν
ους
τις
στραμπουλισμέν
ες
τα
στραμπουλισμέν
α
κλητική
στραμπουλισμέν
οι
στραμπουλισμέν
ες
στραμπουλισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στραμπουλισμένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στραμπουλίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
στραμπουληγμένος
στραμπουλημένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στραμπουλισμένος
→
δείτε
τη λέξη
στραμπουληγμένος