ζουπάω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ζουπάω/(ζουπώ)[2]</ref>, πρτ.: ζουπούσα/ζούπαγα, αόρ.: ζούπηξα/ζούπησα, παθ.φωνή: ζουπιέμαι, π.αόρ.: ζουπήχτηκα/ζουπήθηκα, μτχ.π.π.: ζουπηγμένος/ζουπημένος [«κλίση 'ζουπάω'»][3]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ Η κλίση σε -ω δεν συνηθίζεται σ' αυτό το ρήμα - Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
Με σχόλια για τα ρήματα ζουλάω & ζουπάω:- ※ προέρχονται αντίστοιχα από τα ρ. ζουλίζω και ζουπίζω, τα οποία όμως δε χρησιμοποιούνται σήμερα. Οι τύποι σε -άω έχουν επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική (#Γραμματική Τριανταφυλλίδη 1941, σελ 351, 354.
- 1 2 3 Η κλίση 'ζουπάω' Ρ.10.2. όπως στο - ζουπάω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας