↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στραμπούληγμα τα στραμπουλήγματα
      γενική του στραμπουλήγματος των στραμπουληγμάτων
    αιτιατική το στραμπούληγμα τα στραμπουλήγματα
     κλητική στραμπούληγμα στραμπουλήγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στραμπούληγμα < στραμπουλάω/στραμπουλώ, στραμπουληκ- (όπως στραμπούληξα), με τροπή [km] > [γm] + -μα [1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στραμπούληγμα ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία