↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διακίνημα τα διακινήματα
      γενική του διακινήματος των διακινημάτων
    αιτιατική το διακίνημα τα διακινήματα
     κλητική διακίνημα διακινήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακίνημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διακίνημα < αρχαία ελληνική διακινέω / διακινῶ < κινέω / κινῶ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey-. Μορφολογικά, δια- + κίνημα (κίνηση)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði̯aˈci.ni.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐κί‐νη‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακίνημα ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διακίνημα < λείπει η ετυμολογία δια-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διακίνημα ουδέτερο