Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

wrench (en)

  1. κίνηση με την οποία συστρέφουμε και τραβάμε με δύναμη
  2. το γερμανικό κλειδί
  3. η λύπη που νιώθουμε όταν αφήνουμε κάποιον/κάτι που αγαπάμε
  4. σωληνοκάβουρας, κάβουρας (εργαλείο υδραυλικού)

  Ρήμα επεξεργασία

wrench (en)

  1. γραπώνω, αρπάζω, τραβώ απότομα