↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σούργελο τα σούργελα
      γενική του σούργελου των σούργελων
    αιτιατική το σούργελο τα σούργελα
     κλητική σούργελο σούργελα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σούργελο < συμφυρμός των σούρνω + γελώ και ουσιαστικοποίηση + -ο όπως η λέξη κορόιδο[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsuɾ.ʝe.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σούρ‐γε‐λο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σούργελο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  • σούργελοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)