Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ειρηλένα < συμφυρμός των Ειρή(νη) + Λένα (< Ελένη)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ειρηλένα θηλυκό