Λένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Λένα | οι | Λένες |
γενική | της | Λένας | — | |
αιτιατική | τη | Λένα | τις | Λένες |
κλητική | Λένα | Λένες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Λένα < → λείπει η ετυμολογία όνομα διαγλωσσική ορολογία Lena σε πολλές γλώσσες < περικοπή του Helena (ή του Magdalena, επίσης του Milena)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈle.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λέ‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΛένα θηλυκό
- γυναικείο όνομα, συνήθως χαϊδευτικό του Ελένη
Παράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη Ελένη