το πυρ το εξώτερον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- το πυρ το εξώτερον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή , συμφυρμός των φράσεων εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον (Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, 25, 41) + εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον (Κατὰ Ματθαῖον Ευὐγγέλιον#25:30, 25, 30) [1]
- → δείτε τις λέξεις το, πυρ, το, εξώτερον και εξώτερος
Προφορά
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίατο πυρ το εξώτερο(ν) / στο πυρ το εξώτερον
- (μεταφορικά) η Κόλαση
- ※ Απέθανε όμως τον ίδιο χρόνο εις το πυρ το εξώτερον, εξακολούθησε ο εκκλησιάρης, —ο Θεός κ’ η Παναγία να ελεήσουν την ψυχή του!
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξώτερος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- εξώτερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εξώτερος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)