Ετυμολογία

επεξεργασία
το πυρ το εξώτερον < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή , συμφυρμός των φράσεων εἰς τό πῦρ τό αἰώνιον (Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, 25, 41) + εἰς τό σκότος τό ἐξώτερον (Κατὰ Ματθαῖον Ευὐγγέλιον#25:30, 25, 30) [1]
→ δείτε τις λέξεις το, πυρ, το, εξώτερον και εξώτερος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /to‿ˈpiɾ to‿eˈksoteɾon/

Εκφράσεις

επεξεργασία

το πυρ το εξώτερο(ν) / στο πυρ το εξώτερον

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. εξώτερος - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.