δομοστοιχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δομοστοιχείο, (νεολογισμός) του 21ου αιώνα < συμφυρμός των δομικό > δομο- + στοιχείο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðo.mo.stiˈçi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
δομοστοιχείο ουδέτερο
- (τεχνολογία) δομικό στοιχείο, τυποποιημένο στοιχείο προς συνένωση
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη δομή