Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιγκόνια οι μπιγκόνιες
      γενική της μπιγκόνιας των μπιγκονιών
    αιτιατική την μπιγκόνια τις μπιγκόνιες
     κλητική μπιγκόνια μπιγκόνιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιγκόνια < λόγιος συμφυρμός[1] ή σύγχυση[2] των:
Δείτε και τη νεολατινική Bignonia (ταξινομικό γένος)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /biˈɡo.ni.a/, επίσης ΔΦΑ : /biˈɡo.ɲa/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐γκό‐νι‐α
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιγκόνια θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία