Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπιγόνια οι μπιγόνιες
      γενική της μπιγόνιας
    αιτιατική την μπιγόνια τις μπιγόνιες
     κλητική μπιγόνια μπιγόνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπιγόνια < μπιγκόνια με λόγια επίδραση [ɡ] ⟨γκ⟩ > [ɣ] ⟨γ⟩. Όπως και βιγόνια. Για την ετυμολόγηση → δείτε τη λέξη μπιγκόνια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /biˈɣo.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπι‐γό‐νι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπιγόνια θηλυκό