βιγόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βιγόνια | οι | βιγόνιες |
γενική | της | βιγόνιας | — | |
αιτιατική | τη | βιγόνια | τις | βιγόνιες |
κλητική | βιγόνια | βιγόνιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /viˈɣo.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βι‐γό‐νι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βιγόνια θηλυκό
- (βοτανική, λουλούδι) άλλη μορφή του μπιγκόνια