βεγόνια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βεγόνια < ιταλική begonia • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβεγόνια θηλυκό
- (λουλούδι, φυτό) άλλη μορφή του μπιγκόνια
βεγόνια θηλυκό