Βιγνονία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βιγνονία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα βιγνονία < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Bignonia
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒιγνονία θηλυκό
- ταξινομικός όρος - γένος: → δείτε Bignonia και την κοινή ονομασία μπιγκόνια
Συγγενικά
επεξεργασία- (ταξινομική οικογένεια) Βιγνονιοειδή (ουδέτερο) - Βιγνονιίδαι (αρσενικό) - Βιγνονιίδες
Πηγές
επεξεργασία- «βιγνονία» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .