Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Βιγνονία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα βιγνονία < (λόγιο δάνειο) νεολατινική Bignonia

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Βιγνονία θηλυκό

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία