πεταρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πεταρίζω < συμφυρμός των πετ(ώ) + (λαχτ)αρίζω[1]
Ρήμα
επεξεργασίαπεταρίζω
- κουνάω τα φτερά μου ελαφρά [1]
- (μεταφορικά) ελαφρές και συνεχείς συσπάσεις [1]
- κουνάω τα φτερά μου με αστάθεια [2]
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πεταρίζω | πετάριζα | θα πεταρίζω | να πεταρίζω | πεταρίζοντας | |
β' ενικ. | πεταρίζεις | πετάριζες | θα πεταρίζεις | να πεταρίζεις | πετάριζε | |
γ' ενικ. | πεταρίζει | πετάριζε | θα πεταρίζει | να πεταρίζει | ||
α' πληθ. | πεταρίζουμε | πεταρίζαμε | θα πεταρίζουμε | να πεταρίζουμε | ||
β' πληθ. | πεταρίζετε | πεταρίζατε | θα πεταρίζετε | να πεταρίζετε | πεταρίζετε | |
γ' πληθ. | πεταρίζουν(ε) | πετάριζαν πεταρίζαν(ε) |
θα πεταρίζουν(ε) | να πεταρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πετάρισα | θα πεταρίσω | να πεταρίσω | πεταρίσει | ||
β' ενικ. | πετάρισες | θα πεταρίσεις | να πεταρίσεις | πετάρισε | ||
γ' ενικ. | πετάρισε | θα πεταρίσει | να πεταρίσει | |||
α' πληθ. | πεταρίσαμε | θα πεταρίσουμε | να πεταρίσουμε | |||
β' πληθ. | πεταρίσατε | θα πεταρίσετε | να πεταρίσετε | πεταρίστε | ||
γ' πληθ. | πετάρισαν πεταρίσαν(ε) |
θα πεταρίσουν(ε) | να πεταρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πεταρίσει | είχα πεταρίσει | θα έχω πεταρίσει | να έχω πεταρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις πεταρίσει | είχες πεταρίσει | θα έχεις πεταρίσει | να έχεις πεταρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει πεταρίσει | είχε πεταρίσει | θα έχει πεταρίσει | να έχει πεταρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πεταρίσει | είχαμε πεταρίσει | θα έχουμε πεταρίσει | να έχουμε πεταρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε πεταρίσει | είχατε πεταρίσει | θα έχετε πεταρίσει | να έχετε πεταρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πεταρίσει | είχαν πεταρίσει | θα έχουν πεταρίσει | να έχουν πεταρίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 1,2 πεταρίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)