λαχταρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαλαχταρίζω
- (μεταβατικό) τρομάζω κάποιον
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λαχταρίζω | λαχτάριζα | θα λαχταρίζω | να λαχταρίζω | λαχταρίζοντας | |
β' ενικ. | λαχταρίζεις | λαχτάριζες | θα λαχταρίζεις | να λαχταρίζεις | λαχτάριζε | |
γ' ενικ. | λαχταρίζει | λαχτάριζε | θα λαχταρίζει | να λαχταρίζει | ||
α' πληθ. | λαχταρίζουμε | λαχταρίζαμε | θα λαχταρίζουμε | να λαχταρίζουμε | ||
β' πληθ. | λαχταρίζετε | λαχταρίζατε | θα λαχταρίζετε | να λαχταρίζετε | λαχταρίζετε | |
γ' πληθ. | λαχταρίζουν(ε) | λαχτάριζαν λαχταρίζαν(ε) |
θα λαχταρίζουν(ε) | να λαχταρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λαχτάρισα | θα λαχταρίσω | να λαχταρίσω | λαχταρίσει | ||
β' ενικ. | λαχτάρισες | θα λαχταρίσεις | να λαχταρίσεις | λαχτάρισε | ||
γ' ενικ. | λαχτάρισε | θα λαχταρίσει | να λαχταρίσει | |||
α' πληθ. | λαχταρίσαμε | θα λαχταρίσουμε | να λαχταρίσουμε | |||
β' πληθ. | λαχταρίσατε | θα λαχταρίσετε | να λαχταρίσετε | λαχταρίστε | ||
γ' πληθ. | λαχτάρισαν λαχταρίσαν(ε) |
θα λαχταρίσουν(ε) | να λαχταρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λαχταρίσει | είχα λαχταρίσει | θα έχω λαχταρίσει | να έχω λαχταρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις λαχταρίσει | είχες λαχταρίσει | θα έχεις λαχταρίσει | να έχεις λαχταρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει λαχταρίσει | είχε λαχταρίσει | θα έχει λαχταρίσει | να έχει λαχταρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λαχταρίσει | είχαμε λαχταρίσει | θα έχουμε λαχταρίσει | να έχουμε λαχταρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε λαχταρίσει | είχατε λαχταρίσει | θα έχετε λαχταρίσει | να έχετε λαχταρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λαχταρίσει | είχαν λαχταρίσει | θα έχουν λαχταρίσει | να έχουν λαχταρίσει |
|