↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ευρωκράτης οι ευρωκράτες
      γενική του ευρωκράτη των ευρωκρατών
    αιτιατική τον ευρωκράτη τους ευρωκράτες
     κλητική ευρωκράτη ευρωκράτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευρωκράτης αρσενικό

(Ευρωπαϊκή Ένωση)
  1. τεχνοκράτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
  2. γραφειοκράτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης
    ※  Στους διαδρόμους των Βρυξελλών όταν έσκασε η βόμβα του δημοψηφίσματος από τον Γ. Παπανδρέου «ευρωκράτες» –ο μάλλον υποτιμητικός όρος που έχει επικρατήσει για τους γραφειοκράτες της Κοινότητας– σημείωναν με έμφαση ότι... (Εφημερίδα Το Βήμα, 12/11/2011)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία