Δείτε επίσης: Μαριλένα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Μαριαλένα οι Μαριαλένες
      γενική της Μαριαλένας
    αιτιατική τη Μαριαλένα τις Μαριαλένες
     κλητική Μαριαλένα Μαριαλένες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαριαλένα < Μαρία + Λένασυμφυρμός των Μαρία + Ελένη)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαριαλένα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία