Μαριλένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαριλένα | οι | Μαριλένες |
γενική | της | Μαριλένας | — | |
αιτιατική | τη | Μαριλένα | τις | Μαριλένες |
κλητική | Μαριλένα | Μαριλένες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Μαριλένα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Μαριλένα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Μαριλένα
|