συγκαταβαίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συγκαταβαίνω < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω < σύν + κατά + βαίνω
Ρήμα
επεξεργασία
συγκαταβαίνω
Συγγενικά
επεξεργασία- συγκατάβαση
- συγκαταβατικά
- συγκαταβατικός
- συγκαταβατικότητα
- → δείτε τις λέξεις συν, κατά και βαίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συγκαταβαίνω