complaisant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- complaisant < complaisance
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | complaisant | complaisants |
θηλυκό | complaisante | complaisantes |
complaisant (fr)
- εξυπηρετικός, φιλοφρονητικός
- επιεικής με τον εαυτό του