ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκατάβασῐς αἱ συγκαταβάσεις
      γενική τῆς συγκαταβάσεως τῶν συγκαταβάσεων
      δοτική τῇ συγκαταβάσει ταῖς συγκαταβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν συγκατάβασῐν τὰς συγκαταβάσεις
     κλητική ! συγκατάβασῐ συγκαταβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  συγκαταβάσει
γεν-δοτ τοῖν  συγκαταβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συγκατάβασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω, συγκαταβα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + αρχαία ελληνική κατάβασις < κατά- + βάσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συγκατάβασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)