συγκατάβασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συγκατάβασῐς | αἱ | συγκαταβάσεις | ||||
γενική | τῆς | συγκαταβάσεως | τῶν | συγκαταβάσεων | ||||
δοτική | τῇ | συγκαταβάσει | ταῖς | συγκαταβάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | συγκατάβασῐν | τὰς | συγκαταβάσεις | ||||
κλητική ὦ! | συγκατάβασῐ | συγκαταβάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συγκαταβάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | συγκαταβασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- συγκατάβασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω, συγκαταβα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε συγ- + αρχαία ελληνική κατάβασις < κατά- + βάσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυγκατάβασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
επεξεργασία- συγκατάβασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.