λογογραφικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λογογραφικός < αρχαία ελληνική λογογραφικός < λογογράφος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
λογογραφικός
- που έχει σχέση με τον λογογράφο ή την λογογραφία ή αναφέρεται σ’ αυτά
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λογογραφικός
|