γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πινακογραφικός πινακογραφική τὸ πινακογραφικόν
      γενική τοῦ πινακογραφικοῦ τῆς πινακογραφικῆς τοῦ πινακογραφικοῦ
      δοτική τῷ πινακογραφικ τῇ πινακογραφικ τῷ πινακογραφικ
    αιτιατική τὸν πινακογραφικόν τὴν πινακογραφικήν τὸ πινακογραφικόν
     κλητική ! πινακογραφικέ πινακογραφική πινακογραφικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πινακογραφικοί αἱ πινακογραφικαί τὰ πινακογραφικᾰ́
      γενική τῶν πινακογραφικῶν τῶν πινακογραφικῶν τῶν πινακογραφικῶν
      δοτική τοῖς πινακογραφικοῖς ταῖς πινακογραφικαῖς τοῖς πινακογραφικοῖς
    αιτιατική τοὺς πινακογραφικούς τὰς πινακογραφικᾱ́ς τὰ πινακογραφικᾰ́
     κλητική ! πινακογραφικοί πινακογραφικαί πινακογραφικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πινακογραφικώ τὼ πινακογραφικᾱ́ τὼ πινακογραφικώ
      γεν-δοτ τοῖν πινακογραφικοῖν τοῖν πινακογραφικαῖν τοῖν πινακογραφικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πινακογραφικός < πινακογράφος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πινακογραφικός