Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πινακογράφος < αρχαία ελληνική πίναξ + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πῐνᾰκογράφος αρσενικό

  1. (ελληνιστική κοινή) κάποιος που δημιουργεί χάρτες, χαρτογράφος
  2. (ελληνιστική κοινή) κάποιος που φτιάχνει λίστες ή καταλόγους, καταλογογράφος

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία