Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η χαρτογράφος οι χαρτογράφοι
      γενική του/της χαρτογράφου των χαρτογράφων
    αιτιατική τον/τη χαρτογράφο τους/τις χαρτογράφους
     κλητική χαρτογράφε χαρτογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρτογράφος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρτογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία