πινακογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πινακογραφία < ελληνιστική κοινή πινακογραφία < αρχαία ελληνική πίναξ + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
πινακογραφία θηλυκό
- (λόγιο) η εικονογράφηση / ζωγραφική σε ξύλινο πίνακα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πινακογραφία
|
Πηγές επεξεργασία
- πινακογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)