πινακογράφηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πινακογράφηση | οι | πινακογραφήσεις |
γενική | της | πινακογράφησης* | των | πινακογραφήσεων |
αιτιατική | την | πινακογράφηση | τις | πινακογραφήσεις |
κλητική | πινακογράφηση | πινακογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πινακογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πινακογράφηση < ελληνιστική κοινή πινακογραφέω + -ση < αρχαία ελληνική πίναξ + γράφω. Μορφολογικά αναλύεται σε πίνακ(ας) + -ο- + -γράφηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπινακογράφηση θηλυκό
- (λόγιο) άλλη μορφή του πινακογραφία
Μεταφράσεις
επεξεργασία πινακογράφηση
|