Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grotesque grotesques

grotesque (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
grotesque grotesques

grotesque (fr) αρσενικό

  • κάτι το γελοίο ή αλλόκοτο