pittoresque
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pittoresque < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pittoresque | pittoresques |
pittoresque (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
pittoresque (fr) αρσενικό