σπειρηδόν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπειρηδόν (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σπεῖρ(α) + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα
επεξεργασίασπειρηδόν
- (ελληνιστική κοινή)
- διάταξη με μορφή σπείρας / έλικας
- ※ οἷά τε λοξοῦ Μαιάνδρου κελάδοντος ἕλιξ ῥόος, ὅς διὰ γαίης δοχμώσας ἐπίκυρτον ὕδωρ σπειρηδὸν ὁδεύει (Νόννος ο Πανοπολίτης, Διονυσιακῶν βιβλίον κε΄, 5ος αιώνας π.Χ.)
- (ιδίως για διάταξη στρατιωτών) κατά σπείρες, διλοχίες
- ※ πρώτους εφήκε τους πελταστάς, τους υπό Λεόντιον ταττομένους, σπειρηδόν τάξας (Πολύβιος, Ιστορίαι/ε', 2ος αιώνας π.Χ.)
- φορά γραφής, τρόπος γραφής, σε μορφή σπείρας / ελικοειδώς
- ⮡ παράδειγμα[1]
- τ α ρ
- ρ ρ φ ι ι
- ό γ ή ε δ
- π ς ς π ό
- ο σ ν
- ※ Ἰστέον, ὅτι τῶν ἀρχαίων οἰ μέν βουστροφηδόν ἔγραφον τά γράμματα, οἰ δέ κιονηδόν, οἰ δέ πλινθηδόν, οἰ δέ σπειρηδόν
- (Θεοδόσιος γραμματικός Αλεξανδρεύς, Θεοδοσίου κανόνες, 8ος αιώνας @books.google Theodosii Canones. Editoris Annotatio Critica. Indices: 3], σελ. 1170 (786,18 Paullo aliter Cod. Ottobon 173 f.186) )
- διάταξη με μορφή σπείρας / έλικας
Δείτε επίσης
επεξεργασία- τρόποι γραφής: → δείτε τη λέξη γραφή
Πηγές
επεξεργασία- σπειρηδόν - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σπειρηδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.