handwriting
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαhandwriting (en) (μη μετρήσιμο)
- το γράψιμο, η γραφή που κάνει κάποιος με το χέρι του ή το ιδιαίτερο στυλ γραφής ενός ατόμου με το χέρι του
- ⮡ I recognize his handwriting.
- Γνωρίζω το γράψιμο του.
- ⮡ She has neat handwriting.
- Έχει ωραίο γράψιμο.
- ⮡ clear/legible handwriting - καθαρή/ευανάγνωστη γραφή
- ⮡ I recognize his handwriting.
Πηγές
επεξεργασία- handwriting - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 199, 200. ISBN 9780194325684., λήμμα: γραφή, γράψιμο