Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

handwriting < hand + writing

  Ουσιαστικό επεξεργασία

handwriting (en) (μη μετρήσιμο)

  • το γράψιμο, η γραφή που κάνει κάποιος με το χέρι του ή το ιδιαίτερο στυλ γραφής ενός ατόμου με το χέρι του
    I recognize his handwriting.
    Γνωρίζω το γράψιμο του.
    She has neat handwriting.
    Έχει ωραίο γράψιμο.
    clear/legible handwriting - καθαρή/ευανάγνωστη γραφή

  Πηγές επεξεργασία