Δείτε επίσης: μονογραφία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μονογραφή οι μονογραφές
      γενική της μονογραφής των μονογραφών
    αιτιατική τη μονογραφή τις μονογραφές
     κλητική μονογραφή μονογραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονογραφή < μονο- + γραφή[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονογραφή θηλυκό

  1. η υπογραφή που την αποτελούν μόνο τα αρχικά γράμματα του ονοματεπώνυμου
  2. άλλη μορφή του μονογράφηση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία