Δείτε επίσης: redaction

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
rédaction rédactions

rédaction (fr) θηλυκό

  1. η σύνταξη ενός κειμένου
  2. η (σχολική) έκθεση
  3. η ομάδα σύνταξης μιας εφημερίδας

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη rédiger