rédaction
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /re.dak.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
rédaction | rédactions |
rédaction (fr) θηλυκό
- η σύνταξη ενός κειμένου
- η (σχολική) έκθεση
- η ομάδα σύνταξης μιας εφημερίδας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη rédiger