πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκυκλοπαίδεια οι εγκυκλοπαίδειες
      γενική της εγκυκλοπαίδειας των εγκυκλοπαιδειών
    αιτιατική την εγκυκλοπαίδεια τις εγκυκλοπαίδειες
     κλητική εγκυκλοπαίδεια εγκυκλοπαίδειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

εγκυκλοπαίδεια < καθαρεύουσα ἐγκυκλοπαιδεία, λέξη του 1710[1] με μετακίνηση τόνου κατά τα θηλυκά σε -εια[2] < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική encyclopédie < λατινική encyclopaedia[3] ελληνιστική κοινή ἐγκυκλοπαιδεία  και δείτε τη λέξη εγκυκλοπαιδεία

Μια πολύτομη εγκυκλοπαίδεια.
ΔΦΑ : /eŋ.ɟi.kloˈpe.ði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εγκυκλοπαίδεια
παλιότερος συλλαβισμός: εγκυκλοπαίδεια

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εγκυκλοπαίδεια θηλυκό

  • συλλογικό πολύτομο έργο με λήμματα σε αλφαβητική σειρά που πρoσπαθεί να αποτυπώσει το σύνολο κατά το δυνατόν της ανθρώπινης γνώσης

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
  3. εγκυκλοπαίδεια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας