λημματογράφος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λημματογράφος < λημματογραφώ + -ος (αναδρομικός σχηματισμός). Αναλύεται σε λήμματ- + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλημματογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) που λημματογραφεί (συνήθως σε εγκυκλοπαίδεια, λεξικό)
Συγγενικά
επεξεργασία- λημματογράφηση
- λημματογραφώ
- → και δείτε τη λέξη λήμμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία λημματογράφος
|