λημματολόγηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λημματολόγηση | οι | λημματολογήσεις |
γενική | της | λημματολόγησης | των | λημματολογήσεων |
αιτιατική | τη | λημματολόγηση | τις | λημματολογήσεις |
κλητική | λημματολόγηση | λημματολογήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- λημματολόγηση < (λημματολογώ) λημματολογη + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε (λήμμα) λημματ- + -ο- + -λόγηση.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλημματολόγηση θηλυκό
- (λεξικογραφία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του λημματολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία λημματολόγηση
|