λημματολογώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λημματολογώ < λημματολόγιο + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαλημματολογώ (παθητική φωνή: λημματολογούμαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις λημματολόγιο, λήμμα, λαμβάνω και λέγω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | λημματολογώ | λημματολογούσα | θα λημματολογώ | να λημματολογώ | λημματολογώντας | |
β' ενικ. | λημματολογείς | λημματολογούσες | θα λημματολογείς | να λημματολογείς | (λημματολόγει) | |
γ' ενικ. | λημματολογεί | λημματολογούσε | θα λημματολογεί | να λημματολογεί | ||
α' πληθ. | λημματολογούμε | λημματολογούσαμε | θα λημματολογούμε | να λημματολογούμε | ||
β' πληθ. | λημματολογείτε | λημματολογούσατε | θα λημματολογείτε | να λημματολογείτε | λημματολογείτε | |
γ' πληθ. | λημματολογούν(ε) | λημματολογούσαν(ε) | θα λημματολογούν(ε) | να λημματολογούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | λημματολόγησα | θα λημματολογήσω | να λημματολογήσω | λημματολογήσει | ||
β' ενικ. | λημματολόγησες | θα λημματολογήσεις | να λημματολογήσεις | λημματολόγησε | ||
γ' ενικ. | λημματολόγησε | θα λημματολογήσει | να λημματολογήσει | |||
α' πληθ. | λημματολογήσαμε | θα λημματολογήσουμε | να λημματολογήσουμε | |||
β' πληθ. | λημματολογήσατε | θα λημματολογήσετε | να λημματολογήσετε | λημματολογήστε | ||
γ' πληθ. | λημματολόγησαν λημματολογήσαν(ε) |
θα λημματολογήσουν(ε) | να λημματολογήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω λημματολογήσει | είχα λημματολογήσει | θα έχω λημματολογήσει | να έχω λημματολογήσει | ||
β' ενικ. | έχεις λημματολογήσει | είχες λημματολογήσει | θα έχεις λημματολογήσει | να έχεις λημματολογήσει | ||
γ' ενικ. | έχει λημματολογήσει | είχε λημματολογήσει | θα έχει λημματολογήσει | να έχει λημματολογήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε λημματολογήσει | είχαμε λημματολογήσει | θα έχουμε λημματολογήσει | να έχουμε λημματολογήσει | ||
β' πληθ. | έχετε λημματολογήσει | είχατε λημματολογήσει | θα έχετε λημματολογήσει | να έχετε λημματολογήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν λημματολογήσει | είχαν λημματολογήσει | θα έχουν λημματολογήσει | να έχουν λημματολογήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία λημματολογώ
|