λημματολόγιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | λημματολόγιο | τα | λημματολόγια |
γενική | του | λημματολόγιου & λημματολογίου |
των | λημματολόγιων & λημματολογίων |
αιτιατική | το | λημματολόγιο | τα | λημματολόγια |
κλητική | λημματολόγιο | λημματολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λημματολόγιο < λήμμα, λήμματ(ος) + -ο- + -λόγιο
Ουσιαστικό επεξεργασία
λημματολόγιο ουδέτερο
- (λεξικογραφία) τα λήμματα ενός λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας ως σύνολο
Συγγενικά επεξεργασία
- λημματολόγηση
- λημματολογώ
- → δείτε τις λέξεις λήμμα, λαμβάνω και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
λημματολόγιο
|