ενικός         πληθυντικός  
entry entries

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

entry (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η είσοδος, η ενέργεια
    ⮡  the entry of the ship into port - η είσοδος του πλοίου στο λιμάνι
     συνώνυμα: entrance
  2. (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
    ⮡  Entry to the operating room is prohibited.
    Η είσοδος στο χειρουργείο απαγορεύεται.
     συνώνυμα: entrance
  3. η είσοδος, ο τόπος
    ⮡  the front/back entry - η μπροστινή/πίσω είσοδος
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entryway
  4. μικρός χώρος αμέσως μετά την κεντρική πόρτα
  5. το λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
  6. (πληροφορική) η εγγραφή, η καταχώριση (π.χ. σε βιβλίο ξενοδοχείου, λίστα, ημερολόγιο, βάση δεδομένων κλπ)
    ⮡  I am correcting an entry.
    Διορθώνω μια εγγραφή
     συνώνυμα: record