entry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
entry | entries |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαentry (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η είσοδος, η ενέργεια
- (μη μετρήσιμο) η είσοδος, το δικαίωμα εισόδου
- η είσοδος, ο τόπος
- μικρός χώρος αμέσως μετά την κεντρική πόρτα
- το λήμμα λεξικού ή εγκυκλοπαίδειας
- (πληροφορική) η εγγραφή, η καταχώριση (π.χ. σε βιβλίο ξενοδοχείου, λίστα, ημερολόγιο, βάση δεδομένων κλπ)