Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ειλημμένος η ειλημμένη το ειλημμένο
      γενική του ειλημμένου της ειλημμένης του ειλημμένου
    αιτιατική τον ειλημμένο την ειλημμένη το ειλημμένο
     κλητική ειλημμένε ειλημμένη ειλημμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ειλημμένοι οι ειλημμένες τα ειλημμένα
      γενική των ειλημμένων των ειλημμένων των ειλημμένων
    αιτιατική τους ειλημμένους τις ειλημμένες τα ειλημμένα
     κλητική ειλημμένοι ειλημμένες ειλημμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ειλημμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου λαμβάνω, λαμβάνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

ειλημμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία