Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ειλημμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ειλημμέν
ος
η
ειλημμέν
η
το
ειλημμέν
ο
γενική
του
ειλημμέν
ου
της
ειλημμέν
ης
του
ειλημμέν
ου
αιτιατική
τον
ειλημμέν
ο
την
ειλημμέν
η
το
ειλημμέν
ο
κλητική
ειλημμέν
ε
ειλημμέν
η
ειλημμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ειλημμέν
οι
οι
ειλημμέν
ες
τα
ειλημμέν
α
γενική
των
ειλημμέν
ων
των
ειλημμέν
ων
των
ειλημμέν
ων
αιτιατική
τους
ειλημμέν
ους
τις
ειλημμέν
ες
τα
ειλημμέν
α
κλητική
ειλημμέν
οι
ειλημμέν
ες
ειλημμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ειλημμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
λαμβάνω
,
λαμβάνομαι
Μετοχή
επεξεργασία
ειλημμένος, -η, -ο
που έχει
ληφθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ειλημμένος
αγγλικά
:
taken
(en)
γαλλικά
:
pris
(fr)