• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

lemma

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Αγγλικά (en)
    • 1.1 Ουσιαστικό
  • 2 Ιταλικά (it)
    • 2.1 Ετυμολογία
    • 2.2 Ουσιαστικό
  • 3 Λατινικά (la)
    • 3.1 Ετυμολογία
    • 3.2 Ουσιαστικό

Αγγλικά (en) Επεξεργασία

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

lemma (en)

  1. το λήμμα, η κύρια μορφή μιας λέξης που τίθεται ως τίτλος μιας καταχώρισης σε λεξικό
  2. (λογική) το λήμμα

Ιταλικά (it) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

lemma < λατινική lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ενικός πληθυντικός
lemma lemmi

lemma (it)

  1. (μαθηματικά) το λήμμα , η απόδειξη ενός θεωρήματος
  2. (γλωσσολογία) λέξη ή φράση



Λατινικά (la) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

lemma < αρχαία ελληνική λῆμμα

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

lemma (la)

  1. μαθηματικά : το λήμμα , η απόδειξη ενός θεωρήματος
  2. γλωσσολογία : λέξη ή φράση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=lemma&oldid=5584358"
Τελευταία επεξεργασία στις 17 Αυγούστου 2022, στις 19:28

Γλώσσες

    • Afrikaans
    • العربية
    • Català
    • Čeština
    • Dansk
    • Deutsch
    • English
    • Eesti
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • 日本語
    • ქართული
    • ភាសាខ្មែរ
    • 한국어
    • Limburgs
    • Malagasy
    • മലയാളം
    • Nederlands
    • Norsk
    • Polski
    • Русский
    • සිංහල
    • Simple English
    • Српски / srpski
    • Svenska
    • தமிழ்
    • తెలుగు
    • Oʻzbekcha / ўзбекча
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 17 Αυγούστου 2022, στις 19:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie