Δείτε επίσης: λῆμμα, λῆμα, λίμα, Λίμα, λύμα, λήμμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λεῖμμᾰ τὰ λείμμᾰτ
      γενική τοῦ λείμμᾰτος τῶν λειμμᾰ́των
      δοτική τῷ λείμμᾰτ τοῖς λείμμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λεῖμμᾰ τὰ λείμμᾰτ
     κλητική ! λεῖμμᾰ λείμμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λείμμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λειμμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεῖμμα < λείπω, λειπ- + -μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεῖμμα ουδέτερο