Δείτε επίσης: λῆμμα, λεῖμμα, λήμμα, λίμα, Λίμα, λύμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ λῆμᾰ τὰ λήμᾰτ
      γενική τοῦ λήμᾰτος τῶν λημᾰ́των
      δοτική τῷ λήμᾰτ τοῖς λήμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ λῆμᾰ τὰ λήμᾰτ
     κλητική ! λῆμᾰ λήμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λήμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  λημᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λῆμα < λάω / λῶ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λῆμα, -ατος ουδέτερο

  1. θέληση, επιθυμία, απόφαση
  2. καλή διάθεση, αποφασιστικότητα, θάρρος
  3. κακή διάθεση, αλαζονεία, θράσος