λῆμα
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυικός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | λῆμα | λήματε | λήματα |
Γενική | λήματος | λημάτοιν | λημάτων |
Δοτική | λήματι | λημάτοιν | λήμασι |
Αιτιατική | λῆμα | λήματε | λήματα |
Κλητική | λῆμα | λήματε | λήματα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λῆμα ουδέτερο