Αγγλικά (en) επεξεργασία

  1. διατυπώνω, διατυπώνω θεωρία, προτείνω ως ισχύον, θεωρητικολογώ
  2. υποθέτω/φιλοσοφική υπόθεση εργασίας
  3. τοποθετώ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

  • λήμμα, συγκεκριμένη υπόθεση που θα κριθεί αν όντως ισχύει (όμως κρίνεται ως η πιθανότερη σωστή υπόθεση)

Σημειώσεις επεξεργασία

Στην ψυχολογία, την φιλοσοφία και όχι μόνο, το να κρίνεις ένα posit (εξεταζόμενη υπόθεση που θεωρείται πιθανόν σωστή) δύναται να επηρεάσει το τελικό συμπέρασμα. Πχ φοβάμαι τον απόλυτο-κυριολεκτικό-εκμηδενιστικό θάνατο, την ανθρώπινη αδυναμία, οι γονείς και η κοινωνία μου δίδαξαν τον Θεό, θεωρώ ότι ο Θεός υπάρχει, και φιλοσοφώ για την αλήθειά του υπό αυτό το φορτίο.